Η διόγκωση του θυρεοειδούς ή βρογχοκήλη λέγεται ότι έγινε γνωστή για πρώτη φορά στη Κίνα το 2700 π.Χ. περίπου και από το 1600 π.Χ. οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ψημένα σφουγγάρια και φύκια για τη θεραπεία του. Στην Ινδική ιατρική Ayurveda ή ayurvedic, η οποία υπήρχε από το 1400 π.Χ. η βρογχοκήλη αναφέρεται ως galaganda και περιγράφεται λεπτομερώς.
Κατά την ελληνορωμαϊκή περίοδο ο Κέλσος (Aulus Cornelius Celsus 25 π.Χ.-50 μ.Χ.) ήταν ανάμεσα στους πρώτους που αναγνώρισαν τη βρογχοκήλη, κάνοντας τη διάκριση μεταξύ των διαφόρων μορφών όγκων του τραχήλου. Προσδιόρισε τη διόγκωση του λαιμού ως βρογχοκήλη (bronchocele), ορίζοντας την ως “όγκο κάτω από το δέρμα και το λάρυγγα, ο οποίος είναι μόνο σαρκώδης ή μπορεί να περιέχει κάποιο είδος ουσίας σαν μέλι”.
Το 340 μ.Χ. ο κινέζος ιατρός Ko-Hung χρησιμοποιούσε αλκοολούχο εκχύλισμα από φύκια για τη διόγκωση του θυρεοειδούς, κάτι που ήταν πολύ συχνό στις ορεινές περιοχές της Κίνας. Αυτή τη γνώση μετέδωσαν αργότερα οι κινέζοι στους ευρωπαίους εμπόρους, μετά την εποχή του Marco Polo (15/9/1254 – 9/1/1324), και άρχισαν και στην Ευρώπη να καταναλώνουν φύκια για τη πρόληψη ή και τη θεραπεία της διόγκωσης του θυρεοειδούς.
Ο Leonardo da Vinci ήταν ο πρώτος που σχεδίασε το θυρεοειδή το 1500 με πολύ ακριβή μάλιστα περιγραφή της αιμάτωσης του, και αποκαλούσε τους δύο λοβούς του θυρεοειδή “λαρυγγικούς αδένες”.
Το 1475 ο κινέζος ιατρός Wang His πρότεινε τη χρήση σκόνης από αποξηραμένους θυρεοειδείς χοίρων για τη θεραπεία της βρογχοκήλης.
Ανατομικά, ο θυρεοειδής αναγνωρίστηκε το 1656 από τον Άγγλο παθολογανατόμο Thomas Wharton (1614-1673) που ονόμασε τον αδένα θυρεοειδή γιατί μοιάζει με θυρεό (μεγάλη ασπίδα σαν πόρτα που χρησιμοποιούσαν συνήθως στην Αρχαία Ελλάδα) και η ονομασία αυτή επικράτησε σε όλες τις γλώσσες (thyroid).
Το 1811, ανακαλύφθηκε στο Παρίσι από τον Bernard Courtois (1771-1838), το ιώδιο στην τέφρα των καμένων φυκιών και το 1838 ο William Prout, ο Lugol και άλλοι ιατροί της εποχής πρότειναν το ιώδιο για τη θεραπεία της βρογχοκήλης.
Η παρουσία εξόφθαλμου σε συνδυασμό με διόγκωση του θυρεοειδούς αναγνωρίστηκε αρχικά από το πέρση ιατρό Jurzani το 1110. Χρειάστηκαν όμως αρκετά χρόνια μέχρι το 1835 για να αναγνωριστεί από τον ιρλανδό χειρουργό Robert James Graves (1796-1853) ο κλασσικός υπερθυρεοειδισμός σε ασθενείς που παρουσίαζαν ταχυκαρδία, διόγκωση θυρεοειδούς και εξόφθαλμο. Η τριάδα αυτή των συμπτωμάτων επιβεβαιώθηκε λίγα χρόνια αργότερα και από το γερμανό ιατρό Carl Adolph von Basedow στο Merseburg της Γερμανίας.
Χειρουργικές επεμβάσεις στο θυρεοειδή αναφέρονται από την εποχή του Γαληνού με συνήθως τραγικά αποτελέσματα. Οι πρώτες πραγματικά χειρουργικές επεμβάσεις στο θυρεοειδή αναφέρονται από το Wilhelm Fabricious το 1646 στη Γενεύη και τον Albucais στην Ισπανία για την αντιμετώπιση πολύ μεγάλης βρογχοκήλης, με χιαστή τομή.
Ο διάσημος για την εποχή Άγγλος χειρουργός Benjamin Gooch (1708-1776) ανέφερε το 1770 δύο περιστατικά που χειρούργησε στο Norfolk της Αγγλίας που και τα δύο πέθαναν από ακατάσχετη αιμορραγία. Περιέγραψε τις μάταιες προσπάθειες που έκανε να σταματήσει την αιμορραγία ασκώντας συνεχή πίεση στο σημείο της επέμβασης, με βάρδιες για δύο μέρες, αυτός και οι βοηθοί του. Στη συνέχεια συνέστησε ότι η χειρουργική του θυρεοειδούς δεν είναι για αυτούς που έχουν πρόβλημα καρδιάς, εννοώντας τους χειρουργούς.
Πατέρας της χειρουργικής του θυρεοειδούς θεωρείται ο Γάλλος Desault που έκανε το 1789 τη πρώτη τεκμηριωμένη μερική θυρεοειδεκτομή. Ήταν ο πρώτος που έκανε απολίνωση των αγγείων του θυρεοειδούς πριν την αφαίρεση. Το κατόρθωμα του για την εποχή εκείνη ήταν απίστευτο.
Παρ’ όλα αυτά, η χειρουργική του θυρεοειδούς στα μέσα του 19ου αιώνα είχε θνησιμότητα 40%, κυρίως λόγω αιμορραγιών και μολύνσεων. Η Γαλλική ακαδημία της ιατρικής απαγόρευσε το 1850 τις χειρουργικές επεμβάσεις του θυρεοειδούς και στη Γερμανία ζητούσαν περισσότερο έλεγχο σε αυτές τις παράτολμες επεμβάσεις.
Ο πρώτος χειρουργός που πραγματοποίησε επανειλημμένες επιτυχείς αφαιρέσεις θυρεοειδούς ήταν ο Theodor Billroth στη Βιέννη το 1849.
Ο Patrick Heron Watson ανακοίνωσε το 1894 ότι πραγματοποίησε 5 επιτυχείς θυρεοειδεκτομές στο Εδιμβούργο.
Ο Emil Theodor Kocher (25/81841-27/7/1917), Ελβετός χειρουργός στη Βέρνη, δημοσίευσε εκτεταμένος μελέτες της χειρουργικής του θυρεοειδούς σε πάνω από 2000 επιτυχείς θυρεοειδεκτομές. Για τη δουλεία του αυτή το 1909 του απενεμήθη το βραβείο νόμπελ, το πρώτο σε χειρουργό.
Το πρόβλημα όμως που προέκυψε στη συνέχεια ήταν ότι οι χειρουργημένοι ασθενείς πέθαιναν αργότερα λόγω έλλειψης θυρεοειδικών ορμονών.
Θυρεοειδικές ορμόνες χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά το 1891 από το Murray που χορήγησε εκχυλίσματα θυρεοειδών προβάτου σε ασθενείς με βαρύ υποθυρεοειδισμό. Από τότε και μέχρι τη δεκαετία του ΄70 χρησιμοποιούνται αποξηραμένοι, συνήθως βόειοι θυρεοειδείς, σε σκόνη για τη θεραπεία του υποθυρεοειδισμού.
Ο Edward C. Kendall τα Χριστούγεννα του 1914, και ενώ εμαίνετο ο πόλεμος στην Ευρώπη, ανακάλυψε και απομόνωσε τη πρώτη ορμόνη του θυρεοειδούς, τη θυροξίνη. Μέσα στα επόμενα 12 χρόνια οι Harrington και Barger προσδιόρισαν το 1926 το χημικό τύπο της θυροξίνης και τη συνέθεσαν στο εργαστήριο. Η θυροξίνη όμως αυτή δεν είχε καλή απορρόφηση και μόνο το 1962 κυκλοφόρησε στα φαρμακεία η λέβοθυροξίνη που είναι η σημερινή μορφή της θυροξίνης που χρησιμοποιούμε.
Το 1941 ο Saul Hertz παρουσίασε τα πρώτα αποτελέσματα επιτυχούς θεραπείας υπερθυρεοειδισμού με ραδιενεργό ιώδιο. Ο Saul Hertz, διευθυντής της θυρεοειδολογικής κλινικής του Massachusetts General Hospital στη Βοστώνη, χορήγησε ένα μίγμα ραδιενεργού Ι-130 και Ι-131 σε ένα ασθενή με νόσο του Graves. Αυτή ήταν και η πρώτη επιτυχής θεραπεία ανθρώπου με ραδιενεργό υλικό στην ιατρική.
Η πρώτη φαρμακευτική αντιμετώπιση του υπερθυρεοειδισμού ανακοινώθηκε το 1943 στη Βοστώνη από τον E.B. Astwood που χορήγησε θειουρακίλη σε ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό τύπου Graves. Από τότε και μέχρι σήμερα τα χρησιμοποιούμενα φάρμακα προπυλθειουρακίλη, καρβιμαζόλη και μεθιμαζόλη είναι παρόμοια.
Μέχρι το 1952 οι επιστήμονες πίστευαν ότι η θυροξίνη ήταν η μόνη ορμόνη του θυρεοειδούς. Τότε, ο Gross και η Pitt-Rivers στην Αγγλία και οι Roche, Lissitzky και Michel στη Γαλλία ανακάλυψαν τη δεύτερη ορμόνη του θυρεοειδούς, τη τριιωδοθυρονίνη.
Τέλος, ο Καναδός επιστήμονας Douglas Harold Copp το 1962 ανακάλυψε τη τρίτη ορμόνη του θυρεοειδούς, τη καλσιτονίνη που παίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό του ασβεστίου.
Λεπτομερής ιστορική αναδρομή για το θυρεοειδή βρίσκεται στο site της Αμερικανικής εταιρείας θυροειδούς.