Επιλογή Σελίδας

Male_femaleΟ έλεγχος του αναπαραγωγικού άξονα αρχίζει από τον υποθάλαμο με την περιοδική παλμική απελευθέρωση της γοναδοεκλυτίνης (GnRH). Σε απάντηση στην GnRH, η υπόφυση εκκρίνει γοναδοτροπίνες (FSH και LH) στη κυκλοφορία του αίματος. Αυτές οι ορμόνες προκαλούν στη συνέχεια τη παραγωγή από τις γονάδες μιας ποικιλίας στεροειδών ορμονών, όπως οιστραδιόλη, προγεστερόνη, ανδροστενδιόνη και τεστοστερόνη, και πεπτιδικών ορμονών όπως inhibin, activin, and insulin-like growth factor-I. Το σύνολο των ορμονών αυτών έχει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της διαμόρφωσης του φύλου, της εφηβείας, των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου, και της αναπαραγωγής, την ωοθυλακιορρηξία και τη σπερματογένεση. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η κισπεπτίνη (kisspeptin), που κωδικοποιείται από το γονίδιο Kiss1, και ο υποδοχέας αυτής GPR54, είναι απαραίτητα για την ενεργοποίηση της GnRH και τη ρύθμιση του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-γονάδων.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το αναπαραγωγικό σύστημα των ανωτέρων θηλαστικών και του ανθρώπου βασίζεται κυρίως στο τρίγωνο μεταξύ υποθαλάμου, υπόφυσης και γονάδων (ωοθήκες ή όρχεις). Οι αδένες αυτοί εκκρίνουν διάφορες ουσίες με σκοπό να ρυθμίζουν ο ένας τη λειτουργία του άλλου. Έτσι ενορχηστρώνεται με το καλύτερο τρόπο η παραγωγή ωαρίων και σπερματοζωαρίων με απώτερο σκοπό την αναπαραγωγή και τη διατήρηση του είδους του ανθρώπου.

ΥΠΟΘΑΛΑΜΟΣ

Ο υποθάλαμος είναι ένα μέρος του εγκεφάλου που περιέχει ένα αριθμό μικρών πυρήνων με μια ποικιλία λειτουργιών. Βρίσκεται κάτω από το θάλαμο του εγκεφάλου, ακριβώς πάνω από την υπόφυση. Στον άνθρωπο έχει περίπου το μέγεθος ενός αμύγδαλου.

Η σημαντικότερη λειτουργία του υποθαλάμου είναι να συνδέει το νευρικό με το ενδοκρινικό σύστημα μέσω της υπόφυσης, του αδένα που ελέγχει τις λειτουργίες των περισσοτέρων ενδοκρινών αδένων. Η λειτουργία του υποθαλάμου είναι βασικά να μετατρέπει τα νευρικά σήματα που δέχεται από τον εγκέφαλο σε ορμονικά. Στη τεχνολογία, τέτοιοι μετατροπείς (converters) χρησιμοποιούνται ευρέα για να μετατρέπουν ηλεκτρικό (ψηφιακό) σήμα σε αναλογικό για να βλέπουμε εικόνες και να ακούμε ήχους.

Ο υποθάλαμος εκκρίνει ουσίες ορμονικής φύσεως, που ονομάζονται υποθαλαμικοί εκλυτικοί ή ανασταλτικοί παράγοντες, οι οποίες μεταφέρονται στον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης (αδενοϋπόφυση) και ρυθμίζουν τη λειτουργία της. Η μεταφορά γίνεται μέσω ενός αγγειακού δικτύου κατά μήκος του μίσχου της υπόφυσης, του πυλαίου συστήματος, χωρίς να μπαίνουν στην γενική κυκλοφορία. Οι ορμόνες αυτές είναι:

  1. Η ορμόνη που διεγείρει την έκκριση της αυξητικής ορμόνης (GH) από την αδενοϋπόφυση (GHRH, Growth Hormone Releasing Hormone).
  2. Η σωματοστατίνη που αναστέλλει την έκκριση της αυξητικής ορμόνης (GH) από την αδενοϋπόφυση. Η σωματοστατίνη παράγεται επίσης από τα κύτταρα D του παγκρέατος και ασκεί ανασταλτική επίδραση στην έκκριση παγκρεατικών και γαστρεντερικών ορμονών.
  3. Η ορμόνη που διεγείρει την έκκριση της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) και παράδοξα της προλακτίνης από την αδενοϋπόφυση (TRH, Thyrotropin Releasing Hormone).
  4. Η ορμόνη που διεγείρει την έκκριση των γοναδοτροπινών (FSH και LH) από την αδενοϋπόφυση (GnRH, Gonadotropin Releasing Hormone).
  5. Η ορμόνη που διεγείρει την έκκριση της φλοιοεπινεφριδιοτρόπου ορμόνης (ACTH) από την αδενοϋπόφυση (CRH, Corticotropin Releasing Hormone)
  6. Η ντοπαμίνη (Dopamine) που αναστέλλει την έκκριση προλακτίνης (PRL) από την αδενοϋπόφυση

Ο υποθάλαμος συνθέτει σε νευρικά κύτταρα και άλλες ορμόνες που τις μεταφέρει στον οπίσθιο λοβός της υπόφυσης (νευροϋπόφυση) απ’ όπου και εκκρίνονται. Η μεταφορά γίνεται μέσω της  υποθαλαμοϋποφυσιακής οδού που αποτελείται από νευράξονες. Ο νευράξονας είναι νευρική ίνα, δηλαδή μια επιμήκης λεπτή προέκταση ενός νευρικού κυττάρου, που μεταφέρει μακριά από το σώμα του νευρικού κυττάρου του υποθαλάμου αυτές τις ορμόνες. Οι ορμόνες αυτές είναι:

  1. Η ωκυτοκίνη, η οποία προάγει τις συσπάσεις της μήτρας κατά τον τοκετό και βοηθά στο θηλασμό, αποκαλείται πολλές φορές και ορμόνη της αγάπης ή της στοργής, και
  2. Η αντιδιουρητική ορμόνη (ADH, Antidiuretic Hormone ή αλλιώς βαζοπρεσσίνη), η οποία περιορίζει την αποβολή νερού από τους νεφρούς.

ΥΠΟΦΥΣΗ

pituitary-hypothalamusΗ υπόφυση είναι ένας μικρός ενδοκρινής αδένας στο μέγεθος μπιζελιού που ελέγχει τη λειτουργία των περισσότερων αδένων. Βρίσκεται σε μια εσοχή της βάσης του κρανίου, το τουρκικό εφίππιο. Λέγεται τουρκικό εφίππιο γιατί το σχήμα του μοιάζει με σέλα που χρησιμοποιούσαν οι τούρκοι με στηρίγματα στο μπροστινό και πίσω μέρος.

Η υπόφυση χωρίζεται στο πρόσθιο και οπίσθιο λοβό, ενώ ο ενδιάμεσος λοβός έχει ατροφήσει στον άνθρωπο. Και οι δύο λοβοί της υπόφυσης βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο του υποθαλάμου. Η υπόφυση συνδέεται με τον υποθάλαμο μέσω του μίσχου της υπόφυσης. Αποκαλείται “κυβερνήτης αδένας” γιατί ελέγχει τη λειτουργία πολλών αδένων για να αυξήσουν ή ελαττώσουν τη δική τους ορμονική έκκριση.

Ο πρόσθιος λοβός της υπόφυσης ονομάζεται και αδενοϋπόφυση. Τα αδενικά κύτταρα του προσθίου λοβού παράγουν ένα πλήθος ορμονών, που ελέγχουν σημαντικές λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος. Οι ορμόνες αυτές είναι :

  1. Η αυξητική ή σωματοτρόπος ορμόνη (GH, Growth Hormone) που προάγει την ανάπτυξη του σώματος.
  2. Η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη ή θυρεοτροπίνη (TSH, Thyroid-Stimulating Hormone) που διεγείρει το θυρεοειδή αδένα για παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών.
  3. Η ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH, Follicle-Stimulating Hormone), η οποία στη γυναίκα προάγει την ωρίμανση των ωοθυλακίων, ενώ στον άνδρα προάγει την ωρίμανση των σπερματοζωαρίων.
  4. Η ωχρινοποιητική ορμόνη (LH, Luteinizing Hormone), η οποία στην γυναίκα προάγει την ωοθυλακιορρηξία και την έκκριση οιστρογόνων από τις ωοθήκες, ενώ στον άνδρα προάγει την έκκριση τεστοστερόνης από τους όρχεις. Οι ορμόνες FSH και LH καλούνται γοναδοτροπίνες.
  5. Η φλοιοεπινεφριδιοτρόπος ορμόνη ή αδρενοκορτικοτρόπος ορμόνη ή κορτικοτροπίνη (ACTH, AdrenoCorticoTropic Hormone) που διεγείρει τα επινεφρίδια για την παραγωγή κορτιζόλης, αλδοστερόνης και ανδρογόνων. H ACTH προέρχεται από τη διάσπαση της προοπιομελανοκορτίνης (POMC).
  6. Η προλακτίνη (PRL, Prolactin) που προάγει τη παραγωγή γάλακτος από τους γαλακτοφόρους αδένες του μαστού.

Μέσω ενός αγγειακού δικτύου κατά μήκος του μίσχου της υπόφυσης, του πυλαίου συστήματος, ορμονικές ουσίες από τον υποθάλαμο μεταφέρονται στην αδενοϋπόφυση και επηρεάζουν τη λειτουργία της.

Ο οπίσθιος λοβός της υπόφυσης ονομάζεται και νευροϋπόφυση. Δεν αποτελείται από αδενικά κύτταρα, αλλά αποτελεί στην ουσία προέκταση νευρικών κυττάρων του υπεροπτικού και παρακοιλιακού πυρήνα του υποθαλάμου. Οι ορμόνες που παράγει ο οπίσθιος λοβός της υπόφυσης είναι:

  1. Η ωκυτοκίνη, η οποία προάγει τις συσπάσεις της μήτρας κατά τον τοκετό και βοηθά στο θηλασμό.
  2. Η αντιδιουρητική ορμόνη (ADH, Antidiuretic Hormone ή αλλιώς βαζοπρεσσίνη), η οποία περιορίζει την αποβολή νερού από τους νεφρούς.

Σε πολλά ζώα διακρίνεται και ένας μέσος λοβός. Στον άνθρωπο ο μέσος λοβός αποτελεί μια μικρή στιβάδα κυττάρων προσκολλημένη στην αδενοϋπόφυση. Τα κύτταρα αυτά έχουν ειδικευτεί στην παραγωγή της μελανινοτρόπου ορμόνης (MSH, Melanocyte-Stimulating Hormone), η οποία επάγει την παραγωγή μελανίνης από τα μελανινοκύτταρα του δέρματος.

Οι κυριότερες διαταραχές της λειτουργίας της υπόφυσης είναι η αυξημένη ή ελαττωμένη έκκριση μιας ή περισσοτέρων ορμονών, οι φλεγμονές και τα αδενώματα.

Ovary1ΩΟΘΗΚΗ

Το ωοθυλάκιο αποτελεί την βασική λειτουργική μονάδα της ωοθήκης. Το πρωτογενές ωοθυλάκιο αποτελείται από ένα πλήρως ανεπτυγμένο ωάριο πέριξ του οποίου υπάρχει η διαφανής ζώνη, από μία ή δύο στοιβάδες κυβοειδών κοκκωδών κυττάρων και από μία βασική μεμβράνη γύρω από τα κοκκώδη κύτταρα που ονομάζεται μεμβράνη κοκκωδών κυττάρων. Η περαιτέρω ανάπτυξη του πρωτογενούς ωοθυλακίου οδηγεί στην ανάπτυξη του δευτερογενούς ωοθυλακίου. Στο ωοθυλάκιο αυτό τα κοκκώδη κύτταρα πολλαπλασιάζονται και διαφοροποιούνται σε δύο υποπληθυσμούς, στα κύτταρα της κοκκώδους στοιβάδας, που ευρίσκονται έσωθεν της βασικής μεμβράνης και στα κύτταρα της έσω και έξω θήκης του ωοθυλακίου. Στα κύτταρα της έσω θήκης, που εμφανίζουν επιθηλιοειδή διαφοροποίηση, εμφανίζονται υποδοχείς της LH, ενώ στα κύτταρα της κοκκώδους στοιβάδας εμφανίζονται υποδοχείς της FSH.

Περαιτέρω ανάπτυξη έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία στο κέντρο του ωοθυλακίου μιας κοιλότητας που ονομάζεται άντρο του ωοθυλακίου. Το άντρο περιέχει το ωοθυλακικό υγρό, το οποίο διαχωρίζει τα κύτταρα που περιβάλλουν το ωοκύτταρο από τα υπόλοιπα κοκκώδη κύτταρα σχηματίζοντας τον ωοφόρο δίσκο και τον ακτινωτό στέφανο.

Από τα αναπτυσσόμενα ωοθυλάκια, σε κάθε κύκλο, ξεχωρίζει ένα και αποτελεί το επικρατούν ωοθυλάκιο. Οι παράγοντες που καθορίζουν ποια ωοθυλάκια θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται, ώστε να μπορέσουν να καταστούν κυρίαρχα, δεν είναι γνωστοί. Πιθανολογείται ότι στην διαδικασία αυτή εμπλέκονται ορισμένα γονίδια που υπάρχουν στα κοκκώδη κύτταρα ή στα ωοκύτταρα. Η πρώτη φάση της εξέλιξης των ωοθυλακίων αρχίζει από το δευτερογενές ωοθυλάκιο και ολοκληρώνεται με την εμφάνιση του άντρου του ωοθυλακίου. Η φάση αυτή, που παρατηρείται καθ’ όλη την αναπαραγωγική ζωή της γυναίκας, εξαρτάται από την ύπαρξη τονικών επεισοδίων των γοναδοτροπινών. Στο επόμενο στάδιο επιλέγεται μία υποομάδα ωοθυλακίων, τα οποία είναι περισσότερο ώριμα βιοχημικά και απαντούν καλύτερα στις γοναδοτροπίνες. Από την ομάδα αυτή ξεχωρίζει ένα ωοθυλάκιο που έχει την μεγαλύτερη δεσμευτική ικανότητα για την FSH με αποτέλεσμα να μπορεί να παράγει μεγαλύτερα ποσά οιστρογόνων. Το ωοθυλάκιο αυτό αποτελεί το επικρατούν ωοθυλάκιο, το οποίο στο τελευταίο στάδιο της ανάπτυξης του, που είναι η παραγωγική φάση του επομένου κύκλου, συνεχίζει να αναπτύσσεται και οδηγείται στην ωοθυλακιορρηξία.

Η παραγωγή ορμονών από την ωοθήκη εξαρτάται κυρίως από την επίδραση της FSH και της LH. Οι γοναδοτροπίνες επιδρούν σε ειδικούς υποδοχείς που ευρίσκονται στην κυτταρική μεμβράνη. Συγκεκριμένα, η LH επιδρά στα κύτταρα της έσω θήκης και προκαλεί την παραγωγή ανδρογόνων (τεστοστερόνης και ανδροστενδιόνης). Τα ανδρογόνα στην συνέχεια φέρονται στα κοκκώδη κύτταρα, στα οποία υπάρχουν ειδικοί υποδοχείς της FSH. Η δράση της FSH στα κύτταρα αυτά προάγει την παραγωγή και την ενεργοποίηση του ενζύμου αρωματάση, το οποίο με την σειρά του προκαλεί την αρωματοποίηση των ανδρογόνων σε οιστρογόνα και κυρίως σε οιστραδιόλη.

Τα παραγόμενα στο ωοθυλάκιο οιστρογόνα ασκώντας την μιτωτική τους δράση στα κοκκώδη κύτταρα προκαλούν τον πολλαπλασιασμό τους. Έτσι, αυξάνονται οι υποδοχείς της FSH, όχι όμως μόνο λόγω της αύξησης των κοκκωδών κυττάρων, αλλά και διότι η ίδια η FSH, σε συνεργασία με τα οιστρογόνα, προκαλεί τον πολλαπλασιασμό των υποδοχέων της FSH στην επιφάνεια των κοκκωδών κυττάρων. Αυτό έχει ως συνέπεια την εντονότερη αρωματοποίηση των παραγομένων από τα κύτταρα της θήκης ανδρογόνων και επομένως την παραγωγή όλο και μεγαλυτέρων ποσοτήτων οιστρογόνων, που με την σειρά τους προκαλούν περισσότερες διαιρέσεις των κοκκωδών κυττάρων. Αυτή η συνεργασία των κυττάρων της θήκης και των κοκκωδών κυττάρων στην παραγωγή των οιστρογόνων είναι γνωστή ως θεωρία των δύο κυττάρων. Τέλος, τα οιστρογόνα, σε συνδυασμό με την FSH, προκαλούν την εμφάνιση στα κοκκώδη κύτταρα υποδοχέων LH, ώστε να μπορέσουν αυτά να απαντήσουν στην προωοθυλακιορρηκτική αύξηση της LH.

Εκτός από την τοπική τους δράση στην ωοθήκη, τα οιστρογόνα έχουν και κεντρική δράση στην υπόφυση. Συγκεκριμένα, τα οιστρογόνα σε συνεργασία με την ινχιμπίνη, μία μη στεροειδή ουσία που παράγεται από τα κοκκώδη κύτταρα των ωοθυλακίων, ασκούν αρνητική παλίνδρομη δράση στην έκκριση της FSH από την υπόφυση, προκαλώντας έτσι την ελάττωση της. Έτσι, το ωοθυλάκιο, που στην αρχή του κύκλου είναι περισσότερο ώριμο βιοχημικά και παράγει μεγαλύτερα ποσά οιστρογόνων, αφ’ ενός μεν αυξάνει την δεσμευτική του ικανότητα για την FSH, ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί και να καταστεί το επικρατούν ωοθυλάκιο, αφ’ ετέρου δε μέσω της αρνητικής παλίνδρομης ρύθμισης στην υπόφυση προκαλεί την ελάττωση της παραγόμενης FSH.

Με την ελάττωση της FSH σταματά η υποστήριξη της στα λιγότερα ανεπτυγμένα ωοθυλάκια, διακόπτεται η παραγωγή οιστρογόνων σε αυτά και παύει τόσο ο πολλαπλασιασμός των κοκκωδών κυττάρων όσο και η λειτουργία τους. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να οδηγούνται τα ωοθυλάκια αυτά σε ατρησία και εκφύλιση.

Όταν τα επίπεδα των οιστρογόνων φθάσουν στην μέγιστη τιμή τους και παραμείνουν σε αυτά για 14-24 ώρες, η δράση που ασκούν στον υποθάλαμο και στην υπόφυση από αρνητική γίνεται θετική, με συνέπεια την μαζική έκκριση της LH. Το αποτέλεσμα αυτής είναι η τελική ωρίμανση του ωαρίου και η πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας.

TestisΟΡΧΙΣ

Οι όρχεις είναι όργανα με διπλή λειτουργία: εξωκρινής είναι η παραγωγή σπερματοζωαρίων και ενδοκρινής είναι η παραγωγή ανδρογόνων και κυρίως τεστοστερόνης. Οι όρχεις είναι τυπικά δύο και εντοπίζονται στο όσχεο. Η ανατομική θέση του οσχέου επιτρέπει τη διατήρηση χαμηλότερων θερμοκρασιών για τους όρχεις από τις αντίστοιχες του σώματος. Το όσχεο περιλαμβάνει τις επιδιδυμίδες και τους σπερματικούς πόρους, ενώ οι όρχεις συγκρατούνται στο όσχεο από τους σπερματικούς τόνους, οι οποίοι περιέχουν τους σπερματικούς πόρους, αγγεία, νεύρα και τους κρεμαστήρες μυς.

Τα σπερματοζωάρια μετά την παραγωγή τους ακολουθούν την αποχετευτική οδό του σπέρματος, η οποία αποτελείται από τις επιδιδυμίδες, τους σπερματικούς πόρους, τις σπερματικές ληκύθους, τους εκσπερματικούς πόρους και την ουρήθρα.

Τα σπερματικά σωληνάρια (εξωκρινής μοίρα όρχεως) είναι σωληνίσκοι μήκους 0,3-1,5 m και διαμέτρου 150-300 μm που διατάσσονται ανά 2 ή 3 μέσα στα ορχικά λόβια. Στους δύο όρχεις υπάρχουν συνολικά 400-900 σπερματικά σωληνάρια. Τα σπερματικά σωληνάρια αποτελούνται από τη βασική μεμβράνη, τα κύτταρα της σπερματογένεσης και τα στηρικτικά κύτταρα του Sertoli. Εκτός από την ανατομική στήριξη, η βασική μεμβράνη συμμετέχει και στη λειτουργικότητα του σπερματικού σωληναρίου: διαθέτει ικανότητα μεταβολισμού των στεροειδών και συμμετέχει, μαζί με τα κύτταρα του Sertoli, στον αιματοσωληναριακό φραγμό.

Τα κύτταρα της σπερματογένεσης είναι κυτταρικά στοιχεία των σπερματικών σωληναρίων που προέρχονται από αρχέγονα γεννητικά κύτταρα. Τα κύρια στάδια της κυτταρικής αυτής μετατροπής είναι: σπερματογόνια, σπερματοκύτταρα πρώτης τάξης, σπερματοκύτταρα δευτέρας τάξης, σπερματίδες και σπερματοζωάρια. Η διεργασία ωρίμανσης από το σπερματογόνιο στο ώριμο σπερματοζωάριο, ονομάζεται σπερματογένεση και διαρκεί περίπου 70±4 ημέρες.

Τα κύτταρα του Sertoli αποτελούν το κυρίως σώμα του σπερματικού σωληναρίου, περικλείουν τα κύτταρα της σπερματογένεσης, στηρίζονται στη βασική μεμβράνη και εκτείνονται μέχρι τον αυλό του σωληναρίου. Έχουν υποστηρικτικό ρόλο. Αμέσως μετά τη διαφοροποίησή τους, τα σπερματοζωάρια βρίσκονται στα σπερματικά σωληνάρια με την κεφαλή τους καθηλωμένη στα κύτταρα του Sertoli. Υπό την επίδραση της τεστοστερόνης, τα σπερματοζωάρια απελευθερώνονται στο αυλό των σπερματικών σωληναρίων. Οι αυλοί των διαφόρων σπερματικών σωληναρίων συμβάλλουν στο ορχικό δίκτυο (ή δίκτυο του Haller), το οποίο παροχετεύεται σε έναν ενιαίο περιελιγμένο σωλήνα, την επιδιδυμίδα, όπου αποθηκεύονται τα σπερματοζωάρια. Από το άκρο της επιδιδυμίδας αρχίζει η αποχετευτική οδός των σπερματοζωαρίων, η οποία καταλήγει στο έξω στόμιο της ουρήθρας.

Η υπόφυση ρυθμίζει τη λειτουργία των όρχεων, όπως και των ωοθηκών, μέσω της έκκρισης των γοναδοτροπινών. Η σπουδαιότητα της FSH παραμένει αδιευκρίνιστη. Θεωρείται ότι η ορμόνη αυτή διεγείρει τη σπερματογένεση μέσω ειδικών υποδοχέων της που υπάρχουν στα κύτταρα του Sertoli, όχι όμως πέραν του σταδίου των σπερματοκυττάρων πρώτης τάξης.

Η ολοκλήρωση της σπερματογένεσης απαιτεί τεστοστερόνη, η οποία εκκρίνεται από τα κύτταρα του Leydig. Η LH επιδρά στα διάμεσα κύτταρα του Leydig και προκαλεί την έκκριση ανδρογόνων, ιδίως τεστοστερόνης.

Τα διάμεσα κύτταρα Leydig (ενδοκρινής μοίρα όρχεως) βρίσκονται στον διάμεσο συνδετικό ιστό του όρχεως, ανάμεσα σε αγγεία και νεύρα και παράγουν ανδρογόνα. Η τεστοστερόνη είναι το ανδρογόνο του όρχεως με τον πιο σπουδαίο ρόλο, ενώ πιο περιορισμένος είναι ο ρόλος της ανδροστενδιόνης. Οι κύριες δράσεις των ανδρογόνων συνοψίζονται στη διέγερση της σπερματογένεσης, στην εμφάνιση των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου (που αρχίζει με την ήβη), στην έναρξη της ήβης, στη διέγερση της ανάπτυξης του ανδρικού αναπαραγωγικού συστήματος, στην αρνητική ανάδραση επί της έκκρισης LH, στη διέγερση της πρωτεϊνικής σύνθεσης για ανάπτυξη του σκελετού, καθώς και στην επίδραση στη σεξουαλική και στην επιθετική συμπεριφορά.

KisspeptinsΤΟ ΝΕΥΡΟΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΓΟΝΑΔΟΕΚΛΥΤΙΝΗΣ

Η γοναδοεκλυτίνη (GnRH, Gonadotropin Releasing Hormone, ορμόνη εκλυτική της έκκρισης FSH και LH) είναι μια πρωτεϊνικής φύσης ορμόνη που εκκρίνεται από τον υποθάλαμο και μεταφέρεται στον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης (αδενοϋπόφυση) μέσω του πυλαίου αγγειακού συστήματος. Στην αδενοϋπόφυση διεγείρει την έκκριση των γοναδοτροπινών (δηλαδή της FSH και της LH).

Η έκκριση της GnRH δεν είναι σταθερή, αλλά γίνεται κατά ώσεις (παλμούς). Η παλμική έκκριση της GnRH από τον υποθάλαμο είναι απαραίτητη για τη για την καλύτερη δυνατή σύνθεση και έκκριση των γοναδοτροπινών και τελικά για την ιδανική λειτουργία της αναπαραγωγής.

Η γένεση των εκκριτικών παλμών της GnRH στον υποθάλαμο δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί πλήρως. Ωστόσο, η επεισοδιακή έκκριση του νευροπεπτιδίου της GnRH είναι μια εγγενής ιδιότητα των GnRH νευρώνων και εξαρτάται από την ενδοκυτταρική σηματοδότηση και το μηχανισμό που οδηγεί σε συντονισμένες ώσεις της απελευθέρωσης της GnRH.

Ο ακριβής ρόλος των γοναδικών και εξωγοναδικών πεπτιδίων όπως inhibin, activin, follistatin, leptin, osteocalcin και AMH δεν έχει ακόμη πλήρως διευκρινιστεί σε σχέση με την επεισοδιακή έκκριση της GnRH.

Η ανακάλυψη της κισπεπτίνης το 1996 από τον Danny R. Welch, PhD έβαλε νέα δεδομένα στη φυσιολογία της έκκρισης της GnRH. Η κισπεπτίνη (kisspeptin), που κωδικοποιείται από το γονίδιο Kiss1, και ο υποδοχέας αυτής GPR54, είναι απαραίτητα για την ενεργοποίηση και ρύθμιση του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-γονάδων άξονα. Ανάλυση RNA εκχυλισμάτων από μεμονωμένους υποθαλαμικούς νευρώνες GnRH αποκάλυψε την έκφραση σε αυτούς GnRH, κισπεπτίνης και του υποδοχέα της GPR54.

Η πρόσφατη σύνθεση αγωνιστικών και ανταγωνιστικών αναλόγων της κισπεπτίνης και η χρήση τους στον άνθρωπο θεωρείται θεμελιώδης στο τομέα της αναπαραγωγικής ιατρικής. Ιδιαίτερα στο τομέα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, τα ανάλογα της κισπεπτίνης φαίνεται να έχουν σημαντικά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τα ανάλογα της GnRH.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Schwanzel-Fukuda M, Jorgenson KL, Bergen HT, et al. Biology of normal luteinizing hormone-releasing hormone neurons during and after their migration from olfactory placode. Endocr Rev 1992; 13:623.
  2. Schwanzel-Fukuda M, Pfaff DW. Origin of luteinizing hormone-releasing hormone neurons. Nature 1989; 338:161.
  3. Kallman, FJ, Schoenfeld, WA, Barrera, SE. The genetic aspects of primary eunoichidism. Am J Ment Defic 1944; 48:203.
  4. Roy D, Angelini NL, Belsham DD. Estrogen directly respresses gonadotropin-releasing hormone (GnRH) gene expression in estrogen receptor-alpha (ERalpha)- and ERbeta-expressing GT1-7 GnRH neurons. Endocrinology 1999; 140:5045.
  5. Ojeda SR, Ma YJ. Glial-neuronal interactions in the neuroendocrine control of mammalian puberty: facilitatory effects of gonadal steroids. J Neurobiol 1999; 40:528.
  6. Crowley WF Jr, Filicori M, Spratt DI, Santoro NF. The physiology of gonadotropin-releasing hormone (GnRH) secretion in men and women. Recent Prog Horm Res 1985; 41:473.
  7. Hsueh AJ, Bicsak TA, Jia XC, Dahl KD, Fauser BC, Galway AB, Czekala N, Pavlou SN, Papkoff H, Keene J, et al. Granulosa cells as hormone targets: the role of biologically active follicle-stimulating hormone in reproduction. Recent Prog Horm Res. 1989;45:209-73.
  8. Belchetz PE, Plant TM, Nakai Y, et al. Hypophysial responses to continuous and intermittent delivery of hypopthalamic gonadotropin-releasing hormone. Science 1978; 202:631.
  9. Pavlou SN. The mechanism of action of GnRH agonists. In: Polan ML, and Henzl MR, eds. Infertility and Reproductive Medicine, Clinics of North America. Saunders company: Philadelphia, 9 19, 1993.
  10. Krsmanovic LZ, Hu L, Leung PK, Feng H, Catt KJ. The hypothalamic GnRH pulse generator: multiple regulatory mechanisms. Trends Endocrinol Metab. 2009 Oct;20(8):402-8.
  11. Pavlou SN, Debold CR, Island DP, Wakefield G, Rivier J, Vale W, Rabin D. Single subcutaneous doses of a luteinizing hormone-releasing hormone antagonist suppress serum gonadotropin and testosterone levels in normal men. J Clin Endocrinol Metab. 1986 Aug;63(2):303-8.
  12. Conn PM, Crowley WF Jr. Gonadotropin-releasing hormone and its analogues. N Engl J Med 1991; 324:93.
  13. Pavlou SN, Brewer K, Farley MG, Lindner J, Bastias MC, Rogers BJ, Swift LL, Rivier JE, Vale WW, Conn PM, et al. Combined administration of a gonadotropin-releasing hormone antagonist and testosterone in men induces reversible azoospermia without loss of libido. J Clin Endocrinol Metab. 1991 Dec;73(6):1360-9.
  14. Lee JH, Miele ME, Hicks DJ, Phillips KK, Trent JM, Weissman BE, Welch DR. KiSS-1, a novel human malignant melanoma metastasis-suppressor gene. J Natl Cancer Inst. 1996; 88(23):1731-7.
  15. Tena-Sempere M. Kiss-1 and reproduction focus on its role in the metabolic regulation of fertility. Neuroendocrinology  2006; 83:275-281.
  16. Smith J.T., Clarke I.J. Kisspeptin expression in the brain: catalyst for the initiation of puberty. Rev Endocr Metab Disord  2007; 8:1-9.
  17. Navarro V.M., Castellano J.M., Garcia-Galiano D., et al. Neuroendocrine factors in the initiation of puberty: the emergent role of kisspeptin. Rev Endocr Metab Disord 2007; 8:11-20.
  18. Hameed S, Jayasena CN, Dhillo WS. Kisspeptin and fertility. J Endocrinol. 2011;208(2):97-105.
  19. Millar RP, Newton CL. Current and future applications of GnRH, kisspeptin and neurokinin B analogues. Nat Rev Endocrinol. 2013;9(8):451-66.